Новогреческий словарь
γιοφύλλι
γιοφύλλι
το (дикая)
фиалка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фиалка
? —
γιοφύλλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιοφύλλι
? — фиалка
#
(ново)греческий словарь
—
δυσεπίτευκτος
—
κουτουρού
—
συνταξούλα
—
βαφτιστήρα
—
πλατέως
—
θερίζομαι
—
πλευρίζω
—
φανοποιός
—
αφιλόξενα
—
Ισπανίδα
—
μικροβιολυσίνη
—
μαντραχαλίνα
—
γκρά
—
ακαδημαϊκώς
—
ζάρα
—
αποτελειωμός
—
αντιναυαρχία
—
υπερπροστατευτικότητα
—
Ιαπωνίς
—
οσονούπω
—
διήθημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве