|
η звукоулавливание; συσκευή ~ς — звукоуловитель, звукоулавливатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово звукоулавливание? — ηχοληψία как с (ново)греческого переводится слово ηχοληψία? — звукоулавливание — υπερέχω — σπερματοκύτταρο — οικτίρω — κυρωτικός — μοιροχάρτι — διατεταγμένος — ανασκουμπώνομαι — ενάρετος — απαλάμη — ορμέμφυτο — γλυκοχάραγμα — ευδιάβατος — κατσαρώνω — σεληναίος — γέμισμα — ιχθυόσκαλα — διασαφητικός — βρογχικά — συσπαστικός — τυφλά — υποσέλιδος |
|||