Новогреческий словарь
ασπρισμα
ασπρισμα
το 1)
побелка
;
2)
отбеливание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
побелка
? —
ασπρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
отбеливание
? —
ασπρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασπρισμα
? — побелка, отбеливание
#
(ново)греческий словарь
—
κολλυβιστής
—
ληστοσυμμορίτης
—
τσιμπολογώ
—
μυροποιείο
—
ταΐνι
—
βάθεμα
—
τετραγωνικός
—
ράντσο
—
χελωνόστρακον
—
λευκοφρουρός
—
οστεολογία
—
θαλασσοχελώνη
—
περιποιητικότητα
—
ωτοπαθολογικό
—
αστάθμητος
—
γαρνιτούρα
—
ντουφεκίδι
—
ιδανικά
—
ξένια
—
επιβατικός
—
ορατός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве