|
το 1) побелка; 2) отбеливание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово побелка? — ασπρισμα как на (ново)греческом будет слово отбеливание? — ασπρισμα как с (ново)греческого переводится слово ασπρισμα? — побелка, отбеливание — εφοδευτής — μεζεδάδικο — εξάστερον — κουτόφραγκος — σοδειακός — αέριος — δεντράκι — επιστήθιον — σβηστικό — ράσο — πάγκος — καταστενοχωρώ — μυριάδα — αμπελόεις — ελληνιστικός — στολίδωσις — αγουρούτσικος — αλυσωτός — αδιαφορώ — τουρλού — αμεταχείριστος |
|||