|
застёгивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово застёгивать? — θηλυκώνω как с (ново)греческого переводится слово θηλυκώνω? — застёгивать — φωτιστικός — χτυπώ — ανανηπτικός — βρακώνω — γλουτίνη — τετράωρος — παντιέρα — γιγγλυμός — ιριδοκήλη — κακοθελήτρια — ανολογία — γαληνότατος — ελεφαντένιος — εξωνούμαι — αδηλητηρίαστος — καψάλα — γλυκόριζα — καταχαλνώ — αξιολογία — μολυβής — λιβοζέφυρος |
|||