Новогреческий словарь
θηλυκώνω
θηλυκώνω
застёгивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
застёгивать
? —
θηλυκώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
θηλυκώνω
? — застёгивать
#
(ново)греческий словарь
—
μοοσοολμάνος
—
συγχωνεύω
—
υπόνοια
—
εποχή
—
ουκρανικά
—
αγαθοφέρνω
—
απολιθωμένος
—
συντηρητικότητα
—
ξελιγδιάζω
—
αποκολλώ
—
τηλεαυτοματική
—
παλληκάρι
—
αποτυφλώνω
—
φώτισμα
—
χλόασμα
—
δουλοπαροικία
—
ερήμαγμα
—
εξαωρία
—
ανθυποβρύχιο
—
ικτερώδης
—
κουτσουλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,