|
η упрочение, укрепление, стабилизация; η ~ τού νομίσματος — стабилизация валюты; η ~ τού καθεστώτος — укрепление режима #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрочение? — σταθεροποίηση как на (ново)греческом будет слово укрепление? — σταθεροποίηση как на (ново)греческом будет слово стабилизация? — σταθεροποίηση как с (ново)греческого переводится слово σταθεροποίηση? — упрочение, укрепление, стабилизация — αναμαυλίζω — φυτρωμένος — ξαναδημιουργώ — μεγαλοκέφαλος — ολάκερος — μαγιασίλι — παλιανθρωπιά — ανακοχλάζω — διατοιχίζω — δυσκρασία — τζοβαΐρι — επισκόπηση — συμφερτικός — νότσικα — διαλλαγή — οφθαλμολογικός — ευμνημόνευτος — αψινθέλαιο — Βουλευτικό — αναστατωμένος — αντιποίηση |
|||