|
το перкаль (ткань) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перкаль? — περκάλι как с (ново)греческого переводится слово περκάλι? — перкаль — μετόπωρον — λιποκιβώτιον — εκχομος — μπουνατσάρει — ριζόποδα — οισοφάγος — λογοπαίγνιο — ρακοσυλλέκτης — αρπακτικός — οσμηρός — τσουβάλι — Ζουμπουλία — κονσερβάρισμα — καταδαμάζω — σμηνίτισσα — διαπληκτίζομαι — διακηρυκτικός — τάττω — επτασύλλαβος — Αγαθόβουλος — χωνεύω |
|||