Новогреческий словарь
τοκομερίδιο
τοκομερίδιο
το 1)
дивиденд
;
2)
купон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дивиденд
? —
τοκομερίδιο
как на
(ново)греческом
будет слово
купон
? —
τοκομερίδιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τοκομερίδιο
? — дивиденд, купон
#
(ново)греческий словарь
—
ρεσιτάλ
—
αλλάσσω
—
αληθολάτρης
—
κωλο-
—
αναγκαίος
—
τσογλάνι
—
ξαντό
—
σοβαρότητα
—
λογικότητα
—
κατσίβελος
—
κερματοδέκτης
—
νταμετζάνα
—
αφρούρητος
—
μυγάκι
—
πηγαίος
—
ακόλουθα
—
μπιλλιάρδο
—
στάζω
—
απόκαυτρο
—
κοντομύτης
—
εξωγήινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,