Новогреческий словарь
υπνωτίζω
υπνωτίζω
прям., перен.
гипнотизировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гипнотизировать
? —
υπνωτίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπνωτίζω
? — гипнотизировать
#
(ново)греческий словарь
—
μπόλικος
—
φωνακλού
—
κουφό
—
φαινομενοκρατία
—
δεντροκόπος
—
ηλεκτρομεταλλουργία
—
νυμφίος
—
κλουβιαίνομαι
—
επανωσάγονο
—
αμπάντα
—
αφροζυμωμένος
—
αρχειοθέτρια
—
σχοινοτενής
—
μεθοκόπημα
—
ολονυκτίς
—
έκπαγλος
—
ξύλο
—
ανακεφαλιά
—
ξοφλημένος
—
ξωμερίτικος
—
αχορτασιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω