|
прям., перен. гипнотизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гипнотизировать? — υπνωτίζω как с (ново)греческого переводится слово υπνωτίζω? — гипнотизировать — αμπέχονο — δαυλός — κρυσταλλοειδής — αναρίθμητος — κοιμήσικα — σινάπισμα — εναγόμενη — συνύπαρξη — εσχαροκιβώτιο — αναμάσηση — αιμάτωση — βόθριον — χύνομαι — χειραφεσία — δασόβιος — πεποικιλμένος — δρόμων — σπάσιμο — μπομπαρδίζω — αργοροφεγγής — κουτσομπολιά |
|||