Новогреческий словарь
αστερώνω
αστερώνω
1.
усеять звёздами
;
2.
быть усыпанным звёздами
(о небе);
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
усеять звёздами
? —
αστερώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
быть усыпанным звёздами
? —
αστερώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αστερώνω
? — усеять звёздами, быть усыпанным звёздами
#
(ново)греческий словарь
—
κουδούνι
—
αναμπουμπούλα
—
αίτηση
—
μεγαληγορία
—
ξηρότητα
—
μαγχεστριανός
—
προγραμματισμα
—
συκάμινο
—
αραιότριχος
—
γλυκομίλητος
—
αντραλεύω
—
εκσκαφέας
—
συρματόπλεκτος
—
πετρόλοφος
—
κομπρέσσα
—
προσαύξημα
—
υπερκεφαλαίωση
—
φαληρικός
—
βραδυγλωσσία
—
όρκιση
—
ασφαλιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве