Новогреческий словарь
τέλειωμός
τέλειωμός
ο
окончание, завершение
;
αυτό δέν έχει ~ό — [phrase]этому нет конца[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
окончание
? —
τέλειωμός
как на
(ново)греческом
будет слово
завершение
? —
τέλειωμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τέλειωμός
? — окончание, завершение
#
(ново)греческий словарь
—
κόσμημα
—
δειλιάζω
—
άριστον
—
γιγαντίως
—
νεφελομετρία
—
θεσπέσιος
—
χαρτοπόλεμος
—
απειροπλάσιος
—
συμβολαιογραφικά
—
αδερφομοιράδι
—
ψυχογράφος
—
βουτσινάς
—
κοιμούμαι
—
ακηδεμόνευτος
—
δυναμωτικό
—
καυστικότητα
—
κοκκινομάνιτας
—
φαροφύλακας
—
λογοδοσία
—
ακηλίδωτος
—
στολίδωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве