|
(αόρ. διεξέχυσα) μετ. выливать; разливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выливать? — διεκχέο как на (ново)греческом будет слово разливать? — διεκχέο как с (ново)греческого переводится слово διεκχέο? — выливать, разливать — περιορισμός — αινιγματικότητα — οντογονία — οικήσιμος — γδέρνω — πρωτοψάλτης — καταδώνω — θηρευτής — ρήτρα — ανουσιότης — κρυόπλασμα — γαλακτίνη — ακατάκλυστος — μονόλιθος — εκκαψυλλίωση — δασοτόπι — ἀποοσκοέω — κρεατικός — γαλλοτραφής — χιλιόμετρο — έμβοθρον |
|||