|
игуменский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игуменский? — ηγουμενικός как с (ново)греческого переводится слово ηγουμενικός? — игуменский — αλευροπολτός — απάντρευτος — γρυλλίζω — επίπλαση — ξεγδύνω — υποχείριο — αυτοδύναμα — υλοζωικός — υπόχρυσος — διακίνημα — μαστέλλο — ξυλολατρία — μεταλλειολόγος — αδράζω — όχι — καμηλήσιος — ρητινοφόρος — οποιοσδήποτε — καταβάλλομαι — ανεμοσκόπιο — προφορά |
|||