|
η индология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индология? — ινδολογία как с (ново)греческого переводится слово ινδολογία? — индология — εκσπονδος — σερβιτόρα — φεζάνι — στεατοκήλη — ταχύμετρο — σουσούμι — εκτρέπω — μεταξουργός — αγόγγυστος — κνίδωση — βαφική — μετακομίζομαι — κλάφτηκα — βερτζί — βαμβακουργός — οικονομολογία — τηγανίζω — ιδρός — πολυκύμαντος — εγγραφή — διαλάλημα |
|||