|
ο шпора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпора? — πτερνιστήρας как с (ново)греческого переводится слово πτερνιστήρας? — шпора — αντάρτικος — κάλπικος — βάβω — έμ — Γερμανίδα — λευκοσιδηρούργός — παλαιοημερολογίτισσα — πτερούμαι — ξεκαβαλικεύω — δευτερόλεπτο — μετατόπισμα — πορδοκλανείο — καροτσιέρης — ταξιτζίνα — εγκεφαλοπάθεια — γνωσιμαχώ — αναδικάζω — μικροπολιτική — εξώθηση — πεντάδιπλος — παρελθοντολογία |
|||