αναχρονιστικά

формы словаβ
αναχρονιστικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αναχρονιστικά? —


χάραξησπήλαιοαεικινησίαμαργιόλεμαυπόχυμαβάσταγμαμεροξημερώνομαιεπιβλαβώςγλεντοκοπάωκολλέγαςσυμβουλευτικόςβιβλιοπωλικόςμοχλεύωψηφοφόροςκέφαλοςκούνημαυπομέλαςμεγαλουργώοπότεερημητήριουποκλίνομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit