|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναχρονιστικά? — — χάραξη — σπήλαιο — αεικινησία — μαργιόλεμα — υπόχυμα — βάσταγμα — μεροξημερώνομαι — επιβλαβώς — γλεντοκοπάω — κολλέγας — συμβουλευτικός — βιβλιοπωλικός — μοχλεύω — ψηφοφόρος — κέφαλος — κούνημα — υπομέλας — μεγαλουργώ — οπότε — ερημητήριο — υποκλίνομαι |
|||