|
η 1) некомпетентность; 2) несоответствие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некомпетентность? — αναρμοδιότητα как на (ново)греческом будет слово несоответствие? — αναρμοδιότητα как с (ново)греческого переводится слово αναρμοδιότητα? — некомпетентность, несоответствие — επαναστάτισσα — ηθολογία — ενωμένος — γλυκοτρέμω — δασύκνημος — πλουμίζω — καύλα — ψυχεδέλεια — κρέπι — ωκεανός — προφέσσορας — μονότονος — ασχημογυναίκα — απολνώ — φιλοχρηματία — βαρυστόμαχος — χοιρομάντρι — οργανωτής — πιτερίδα — παραδοτέος — ηλιόχαρος |
|||