|
двухвалентный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухвалентный? — δισθενής как с (ново)греческого переводится слово δισθενής? — двухвалентный — μουνάκιας — διπλώτρια — ασυντόμευτος — σφυρόν — ανορθογραφώ — σκελέα — υγροσκόπιο — μικροψυχία — ανεμογράφημα — αγωνίστρια — αττικός — εχθρικά — κλαψιάρα — σαπουνόπερα — παράξενος — αψηλωτός — εγκεχυμένος — τετράδιπλος — γαμηλιωτες — αφηνιασμένος — τσουράπι |
|||