|
утвердительный, положительный; ~ή απάντηση — положительный ответ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утвердительный? — καταφατικός как на (ново)греческом будет слово положительный? — καταφατικός как с (ново)греческого переводится слово καταφατικός? — утвердительный, положительный — αστραποβολητό — μπλοκάρισμα — μανδήλιον — σφαλάω — διασταλτικός — πολιορκώ — κομμουνίστρια — ανακόνητος — αυτοκριτικάρομαι — αλάξευτος — υπερηχογράφος — ποιήτρια — παραλαλητό — τεμπέλιασμα — πτωμαΐνη — αδρανής — τηλεβόλο — νηνίδα — βωλογυρίζω — στάξις — αυτοκυβέρνηση |
|||