|
ο смерть; === παλεύω μέ τό ~ο — быть при последнем издыхании, быть в агонии; τόν πήρε ο ~ — [phrase]он умер[/phrase]; οποίον πάρει ο ~ — (убивать) без разбора; τόν βλέπω σάν τόν ~ο — [phrase]я его ненавижу[/phrase]; τόν ξέχασε ο ~ — [phrase]про него и смерть забыла [/phrase] (о старом человеке) ; κόσμε ψεύτη, ~ο κλέφτη — погов. [phrase]жизнь - плутовка, смерть - воровка[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смерть? — χάρος как с (ново)греческого переводится слово χάρος? — смерть — σπαρνώ — αδιαφιλονίκητος — μουσταλευριά — εργένικος — ψυχοπιάνομαι — πανθεϊσμός — βρέθηκα — ανάδεση — ξαναπαντρεύω — εκμηδενιστικός — αναβρύζω — ευπεψία — ατημελησία — ταρτουφισμός — μουχρώνει — μάργα — αντίπλους — αυτονομίστρια — αποφοιτήριο — βρογχοπνευμονικός — μαντέμι |
|||