|
η ист. жена дожа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жена дожа? — δόγισσα как с (ново)греческого переводится слово δόγισσα? — жена дожа — εθνοτικός — κοντοβράκι — οδόντωση — ανασκιράω — γιορτή — διαβητικός — διαπέρασμα — ανομισθώνω — ποντικοφάγωμα — αρχαιόσυλος — συγκυβερνώ — δεσμώτης — κρινοδάχτυλος — μελοποιώ — όχλος — καλονυμένος — σινάφι — μυελικός — αδεξιότητα — ένα — κατακρατώ |
|||