|
сожительствовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сожительствовать? — συμβιώνω как с (ново)греческого переводится слово συμβιώνω? — сожительствовать — διπλοκοσκινίζω — βροντόφωνος — συγκαταβατικότητα — στεφανώνω — κληρονομία — προσήκων — περιποίηση — τσαρουχάδικο — περιχαρής — αντιαρθριτικός — διαβολάνθρωπος — φετιχικός — ζελατίνα — χειροβολώ — φυρός — αναξυρίδα — αυτοσεβασμός — παραπεμπτικός — κατάρρευση — σπερμολογω — αναρπαγή |
|||