|
(μέ γεν.) отставать (от кого-л. тж. перен.); уступать (кому-л. в чем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отставать? — απολείπομαι как на (ново)греческом будет слово уступать? — απολείπομαι как с (ново)греческого переводится слово απολείπομαι? — отставать, уступать — μέμψις — οινοπότης — βαποριά — φύτρο — περιστεροτροφείο — επιφανής — αμετάκλητος — ψηφίδα — θηλυπρεπώς — πολυανθής — βασισμένος — αποπατώ — διασταυρώνομαι — διαπερατότητα — επιτραχήλιον — αστειολόγος — κοιλιαλγία — βραχυτράχηλος — λευκόχρυσος — εξιδρώνω — πλατυποδία |
|||