|
ο льняное семя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово льняное семя? — λινόσπορος как с (ново)греческого переводится слово λινόσπορος? — льняное семя — ολίσθηση — βόρβορος — τανύζω — αποπάνω — απόβγαλμα — συστήνομαι — αρράβδωτος — συνωστισμός — υπεξαίρεση — τηλεμετρικός — παννικά — αυγουλού — φόλιζα — κάθετα — κάκαδο — νύχτιος — ασθενοφόρος — τυφλότητα — αιμόσταση — μουσκίδι — υφαντουργία |
|||