|
ο акварелист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово акварелист? — υδατογράφος как с (ново)греческого переводится слово υδατογράφος? — акварелист — αγρεύσιμος — πινακωτή — προτεστάντης — κρόκινος — αναμφίβολος — ιατροσόφιον — μορφικός — αποτρίβω — συνθλαστήρ — αναδιφώ — εξαγνιστικός — φυγόποινος — τουφεκιοφόρος — υπερκεράζω — αχτιδοβολή — καπνοκαλλιεργεια — φαροφύλακας — περνώ — γαλήνεμα — αμάγευτος — μάλιστα |
|||