|
ο, τό трактор; αλυσοφόρο ~ — гусеничный трактор; τροχοφόρο ~ — колёсный трактор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трактор? — τρακτέρ как с (ново)греческого переводится слово τρακτέρ? — трактор — αποστειρωτής — συνεντευκτήριο — μαγκιά — άλακκος — μικροπόδαρος — νικιέμαι — απόσκεπα — αποδοτέος — σούστα — τραΐ — προσηνέχθην — ενεργοποιώ — άφεριμ — βιντεοταινία — τράχωμα — πλινθομηχανή — γκανιάν — ιπποπέδη — στουφλέκα — δερβίσης — αρχαιοπώλης |
|||