|
1) лёгонький; 2) глупенький #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лёгонький? — ελαφρούτσικος как на (ново)греческом будет слово глупенький? — ελαφρούτσικος как с (ново)греческого переводится слово ελαφρούτσικος? — лёгонький, глупенький — αερόσφαιρα — ανθρακικό — κοινωνικότητα — κόκκα — υπούργημα — εγγυημένος — γλυφονέρι — αμυγδαλωτός — βλαχίλα — αραχνοειδής — διαλογισμός — μουνουχίζω — ελαφροπιστία — απροόριστος — παιδαγώγηση — ψεσινός — κατσουλητός — διεπάγην — κατάχτηση — ταγάρι — εκκλησάκι |
|||