|
необъятный, огромный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необъятный? — ατριγύριγος как на (ново)греческом будет слово огромный? — ατριγύριγος как с (ново)греческого переводится слово ατριγύριγος? — необъятный, огромный — συγκοινωνών — αντωθώ — Μαυρομιχάλης — χαρακτικό — αναλυτικός — πολυβολαρχία — ανεπάντεχος — συνασπισμός — ημίκαυστος — ανοικοδομώ — στατήρας — βάραθρο — δόλιος — αποκωδικοποίηση — τυλίγω — κουρίτα — πεπωρωμένος — απέθανα — ωραιοποιούμαι — πιοτί — όλεθρος |
|||