|
разделённый пополам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разделённый пополам? — διχοτομικός как с (ново)греческого переводится слово διχοτομικός? — разделённый пополам — συμφύρω — φοβάμαι — νέσιμο — ξελουριάζω — επίδομα — αστερόφωτος — τσαουλιά — αξενύσταχτος — υμνολογώ — έλαση — τός — αρβανιτόπουλο — ισοτροπία — ανέψανος — επιφανειακός — φορτηγήσιος — ύαλος — επιμύθιο — καταχράστρια — γαλλίζω — αρχιεπιστάτης |
|||