Новогреческий словарь




πεζοπορία

πεζοπορία
η ходьба;

===
          θά πάμε ~ — [phrase]пойдём пешком[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово ходьба? — πεζοπορία
как с (ново)греческого переводится слово πεζοπορία? — ходьба


#(ново)греческий словарьσεσαγμένοςομοούσιοςαριθμοθέτηςαπολυσώναςπρόθυμοςπίναξΤσέλαδιευθύνωχαρμόσυνοςφαντασμαγορικόςωχρόςγκερντανλούβρόμαιερωμένοςσυλλειτουργώουροφόροςπονοκέφαλοςαυτοακρωτηριάζομαιυδροκίνητοςδαιμονιζόμενος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω