Новогреческий словарь
οστούν
οστούν
(-έον) τό
кость
;
===
μέχρι μυελού ~έων — очень глубоко, до мозга костей
;
λαμβάνω σάρκα καί ~α — обретать плоть и кровь, осуществляться, становиться действительностью
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кость
? —
οστούν
как с
(ново)греческого
переводится слово
οστούν
? — кость
#
(ново)греческий словарь
—
απαιτητός
—
αδικοπλούτισμα
—
αυτοσυστήνομαι
—
γαριδάκι
—
συσταίνω
—
αντικειμενισμός
—
περίλαμπρος
—
σεντίνα
—
κωλυσιεργεία
—
μάϊδε
—
Πρωτοχρονιά
—
οπερέτα
—
εκραζίτιδα
—
εμπορομηχανικός
—
άνωρα
—
θαμνώδης
—
τακτισμός
—
διασώστρια
—
εγκυκλοπαιδιστής
—
αμβλύτητα
—
δεισιδαιμονία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве