|
заряженный пулями; ~ οβίς — шрапнель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заряженный пулями? — βολιδοφόρος как с (ново)греческого переводится слово βολιδοφόρος? — заряженный пулями — λαφοκέρατος — ανέκρωτος — δρέπω — προκομμένος — άχωστος — κεράτινη — προπλαστίδιο — χρυσορρήμων — βαπορέτο — αλαλαγμός — περιπολικός — απόσυκο — κόκαλο — αναντίκρυστος — σύζυγος — κινητοποιώ — ξεμυαλίστρα — δενδροκαλλιέργεια — καντηλήθρα — ψευδαργυρικός — ανθρωποκτονία |
|||