υπερστέγασμα

формы словаβ
υπερστέγασμα
το мор. надстройка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово надстройка? — υπερστέγασμα
как с (ново)греческого переводится слово υπερστέγασμα? — надстройка


αντίποδεςψαροπούλομαγκούσταανεμογεννήτριαμασονισμόςβρομίζωγεφυροθοποιόςαμμόδρομοςμαρμαρόχτιστοςδίπλευροςπροπαίδειαοσφύςδικαιολογητικόςφωτοσύνθεσημπάσσοςγαργάρισμαΘεοδώρααντιρροπίαμπαγλάρωμαφωνηεντόληκτοςφύλαξη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit