|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νιοφούντωτος? — — εμβρυομεμβράνα — τυπογραφω — κενότητα — χάνομαι — θηλυπρεπής — συντεχνιακός — φτιαξιά — αφιλόστοργος — οπώρα — έγκαψη — αεροπέδη — ευκαιρώ — κρόκος — πυργοδεσπότης — λεπτός — λιβελουλα — ξυλόκαστρο — ιεραρχικά — κατάκτηση — πρωθύστερος — παραδουνάβιος |
|||