|
(-ίδος) η анат. почечная лоханка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово почечная лоханка? — πυελίς как с (ново)греческого переводится слово πυελίς? — почечная лоханка — μπάζα — άργαστος — αρμένικα — ελαιογραφικός — φωτογράφηση — τέτοιος — φλοκκάτα — αναβιωτικός — εκτυφλώνω — διχοτόμος — τσοντάρω — προσοικενούμαι — αήθης — φαμπρικάρω — χρυσαύγεια — επανεξαγωγή — βυθοσκόπηση — κουραδούλα — αμφικτιονικός — μεράδι — επιστολογραφία |
|||