|
η яйценоскость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яйценоскость? — ωοπαραγωγνκότητα как с (ново)греческого переводится слово ωοπαραγωγνκότητα? — яйценоскость — αηδονολαλιά — πελεκάς — αναθαρρεύω — αμαύριστος — αναμπουμπούλα — σαρμαδάκι — βαμβακοπαρογωγικός — νεκρολογία — πάνθηρ — χερούκλα — ιλύς — διερμηνέας — γναφάλωσις — ομφαλικός — εκπίπτω — ανάδοχος — αγορασμένος — φωτίζομαι — γουνάράδικο — πεινασμένος — χιμαιρικός |
|||