|
живущий в безделье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово живущий в безделье? — αργόβιος как с (ново)греческого переводится слово αργόβιος? — живущий в безделье — ἥττων — καταχαίρομαι — μετρημός — ρασιστής — ζήτα — θεατρισμός — αλητεία — υποταχτικός — σώνω — ξεκούραστα — μετριάζομαι — διαχειριστής — κατσικάς — εσπερινός — λαμπερός — καραγκιοζοπαίκτης — δαμιζάνα — Δανίδα — απαράγγελτα — πευκώνας — διεξοδικός |
|||