Новогреческий словарь
βουρκονέρι
βουρκονέρι
το 1)
грязь, слякоть
;
2) мн.ч.
болото
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грязь
? —
βουρκονέρι
как на
(ново)греческом
будет слово
слякоть
? —
βουρκονέρι
как на
(ново)греческом
будет слово
болото
? —
βουρκονέρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουρκονέρι
? — грязь, слякоть, болото
#
(ново)греческий словарь
—
λευίτης
—
κισμέτι
—
γαλλόνι
—
παρασούσουμος
—
ρούς
—
σοκολατοποιία
—
πτελέα
—
κουτσουμπός
—
σμυριδεργάτης
—
ιστιοραφώ
—
ξυλοκοπτική
—
αβιομηχάνιστος
—
προβλέπω
—
παραλογίζομαι
—
ανάθλιψη
—
μαγγάλι
—
δακρύγελως
—
αντιλαμπή
—
επισκοπή
—
ξεπαγιασμένος
—
σφίξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω