|
το 1) грязь, слякоть; 2) мн.ч. болото #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грязь? — βουρκονέρι как на (ново)греческом будет слово слякоть? — βουρκονέρι как на (ново)греческом будет слово болото? — βουρκονέρι как с (ново)греческого переводится слово βουρκονέρι? — грязь, слякоть, болото — κοτσάκι — ερημότοπος — εισέρχομαι — πολυμαθής — χρειαζούμενα — εθνικά — μεσοφούστανο — παλιοσειρά — μαγκίτης — αγγελόψυχος — Περουβιανή — σωματάρχης — αστέρινος — ακροάτρια — γλυκοθωράω — ανάρρωση — γεωδαισιακός — υφασμάτινος — γλυκομεθώ — διεισδυτικότητα — περιποιητικότητα |
|||