|
доходить, дойти (до чего-л.); ~ομαι εις απελπισίαν — доходить до отчаяния #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доходить? — περιάγομαι как на (ново)греческом будет слово дойти? — περιάγομαι как с (ново)греческого переводится слово περιάγομαι? — доходить, дойти — αυξητικά — περιγελάω — μετημφιεσμένος — εδαφοστρωτήρας — παντατίφ — — πάνσοφος — ανέφελος — μπουζουκάκι — ελληνομάχος — κιούλη — ασφαλισμένος — ατεζάριστος — λιγόπιστος — πολυνευρίτιδα — δεκτικότητα — ψυχή — υπότροπος — επινοητής — μεταφορικώς — ωκεανογράφος |
|||