|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορθολογιστικός? — — εξτρεμιστής — κοπιάρω — αφιονόσπορος — αρχετυπικός — βουλευτοκρατούμαι — ξανοιχτός — πνεματικός — χεζάς — τσιγκούνικα — πιανίσσιμο — σχολνάω — λουστρίνι — ανέχεια — λιπαντής — νικελωμένος — αδιάσκευος — αυτοκινητάδα — φυσομανάω — φουντουκιά — αφάτνωτος — κολόπτω |
|||