ορθολογιστικός

формы словаβ
ορθολογιστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ορθολογιστικός? —


εξτρεμιστήςκοπιάρωαφιονόσποροςαρχετυπικόςβουλευτοκρατούμαιξανοιχτόςπνεματικόςχεζάςτσιγκούνικαπιανίσσιμοσχολνάωλουστρίνιανέχειαλιπαντήςνικελωμένοςαδιάσκευοςαυτοκινητάδαφυσομανάωφουντουκιάαφάτνωτοςκολόπτω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit