|
Мыслитель #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διανοητής? — — συμφοίτηση — ατιμωτικός — ασπροφρύδης — υπαναχώρηση — πολεοδομώ — εισχωρώ — ταχογράφος — θεριστικότητα — πηγαινοέρχομαι — οστρακοφόρος — μαϊστράλι — ταχιά — ανάγελο — τσιτάκι — τέναγος — υδρείον — μέσος — βελοειδής — σοβχόζ — επιτόκιο — οχτάωρο |
|||