|
1. самоходный; моторизованный; ~ον τηλεβόλον — самоходное орудие; ~ο πεζικό — моторизованная пехота; ~η μεραρχία ακροβολιστών — мотострелковая дивизия; 2. : τά ~α — моторизованные части #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоходный? — μηχανοκίνητος как на (ново)греческом будет слово моторизованный? — μηχανοκίνητος как с (ново)греческого переводится слово μηχανοκίνητος? — самоходный, моторизованный — αβροέπεια — καλοφκιασμένος — δαφνίδα — παρατράβηγμα — αμμοχωσιά — αναπόδεκτος — ολοφάνερα — ανθογραφία — αλογοτροφείο — πλειοψηφία — ψυχοσώστρα — καυχησιάρης — τεχνουργώ — ισλαμικός — παραμαγούλα — ξεσκούφωτος — εντριβής — φυτοφάγος — μπαρουτοκαπνισμένος — ποδάρι — γρήγορος |
|||