Новогреческий словарь
χείλι
χείλι
το 1)
губа
;
πάνω ~ — верхняя губа
;
κάτω ~ — нижняя губа
;
2) мн.ч.
уста
;
===
από ~α βγήκε καί σέ ~α μπήκε — погов. [phrase]сказал другу, а пошло по кругу[/phrase]
;
άρρωστου ~ καί νηστικού μαγούλι — посл. [phrase]больного но губам, а голодного по щекам узнать можно[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
губа
? —
χείλι
как на
(ново)греческом
будет слово
уста
? —
χείλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
χείλι
? — губа, уста
#
(ново)греческий словарь
—
γλύκαμα
—
πλουτίζω
—
ευθυμολόγος
—
τσιγαράδικο
—
τυλίσσω
—
αναμεμειγμένος
—
γραμμιστήρι
—
καταναλωτής
—
ιχθυοκομικός
—
κωπίον
—
συγκινητικός
—
ασταχτος
—
σουσαμωτός
—
αουτσάιντερ
—
ζαντολάστιχο
—
γαβάθισμα
—
εξώγαμος
—
πρώην
—
αμολόχα
—
πίθηκος
—
αδελφόθεος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,