|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οψικευόμενος? — — ξυλαγκάθα — αυτοκίνητηριος — αντιπρόποση — ανάκυψη — κληρονομάω — τίκτω — αυτολάτρης — παρωθώ — άστρωτος — υποζόγιο — εκχυδαϊσμός — ρωμαλέος — πευκώνας — γαλλήσιος — ανήρεσα — μνημοτεχνική — σχοινοβάτισσα — διεκτραγωδώ — αγεροκόμητος — βαμμένος — μικροφυτικός |
|||