|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεπίστρεπτα? — — αποπνέω — αισιόδοξα — γνωμιάζω — τσίμπος — μπριγιάντι — αταλάντευτος — ξάρτι — πλαγιοδέτηση — διαρκώ — νήστις — ανθρωπομορφία — εγγυημένος — προσβατότητα — λινογραφία — καταστηματαρχίνα — ανταγωγή — αμπελίνα — ασηπτος — κηφηναρειό — τρισμύριοι — θυμίαση |
|||