|
ο, η лексикограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лексикограф? — λεξικογράφος как с (ново)греческого переводится слово λεξικογράφος? — лексикограф — ανεχτικός — αμβλυωπός — προσήμανση — παραφέντης — μπαλαίνα — οικειότητα — αστοιχείωτος — αδειπνος — διασκεδαστικός — παρακινώ — αντισταθμίζω — ακαταρτισία — τρίπτυχο — βουρβουλίζω — παννί — υποδηματοκαθαριστής — ασκητεύω — εφημερεύων — επέλευση — ένστικτο — σαμποταριστής |
|||