Новогреческий словарь
λεξικογράφος
λεξικογράφ|ος
ο, η
лексикограф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лексикограф
? —
λεξικογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λεξικογράφος
? — лексикограф
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάπλευστος
—
νανισμός
—
λαχούρι
—
ευλαβικά
—
φυτοφαγία
—
χαμαιτυπείο
—
βρυσί
—
ισομέρεια
—
εικοσαράκι
—
επισυμβαίνω
—
ανθοκομική
—
τόρνος
—
Ιούνιος
—
φθόρι
—
θηλάκιο
—
νεφόκαμα
—
απερίσπαστος
—
τεσσαρακοστός
—
διασπάθηση
—
οινοπνευματίασις
—
σπεκουλάντης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,