|
ребячиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ребячиться? — παιδιακίζω как с (ново)греческого переводится слово παιδιακίζω? — ребячиться — ακίνδυνος — αδιαβροχοποίηση — ελαφροπαίρνω — βαθυσέβαστος — κεφαλοτύρι — στρεπτοκοκκικός — πλούμισμα — ψαρούκλα — κατσιποδιά — χοντρόκωλη — σπασμωδία — εξακοσιάκις — νότος — τεχνούργημα — ακαδημαϊκός — ατίμασμα — ακοομέτρηση — στρόφιγξ — ανάλωμα — ζευγολάτης — αρμενοβελόνα |
|||