|
η наматывание; перематывание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наматывание? — αναπήνιση как на (ново)греческом будет слово перематывание? — αναπήνιση как с (ново)греческого переводится слово αναπήνιση? — наматывание, перематывание — ρούπι — ανοπλώρισμα — ανασαίνω — ανομβρία — αλέστα — γεννητορικός — βερβερίτσα — παντόφλα — μουρλέγκω — γκιότσι — οργανιστής — παραλίμνιος — αραχνιά — ξεκαθίζω — φαλαινοθηρικό — άφραγκος — κανναβάτσα — καρβουνάκι — έποψη — παλιογαμημένος — φαρμακώνω |
|||