|
το воен.-мор. дредноут #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дредноут? — ντρέντνωτ как с (ново)греческого переводится слово ντρέντνωτ? — дредноут — καραϊσκάκης — αψύλλιαστος — άπεπτος — φιλτζάνι — θερμικός — ακέντρωτος — παράβγαλμα — ανικανοποίητο — βηματίζω — γενναιόδωρος — ρουχισμός — εντύπωση — δαφνώδης — αλκοολοποιία — ευαγές — συνάλληλος — λιπιά — ενυδάτωση — παρακάνω — κατάντημα — ερυμα |
|||