|
ο глотка, горло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глотка? — φάρυγξ как на (ново)греческом будет слово горло? — φάρυγξ как с (ново)греческого переводится слово φάρυγξ? — глотка, горло — αεροσυνοδός — λυγερή — αγροφυλακή — ραμαζάνι — στενογράφηση — ενδώσμωση — ομονοώ — πιστός — καταραμένος — καλούτσικος — ισχυρίζομαι — στράτα — κανονάρχισμα — οικοδίαντος — φιλέλληνας — λαμπριάτικος — ειρήνη — τροφικός — αριστοκρατικός — εσώκλειστος — ακλεριά |
|||