Новогреческий словарь
γεννοβόλημα
γεννοβόλημα
το 1)
плодовитость
;
2)
роды
;
η γειτόνισσα δέ σταματά ~ — [phrase]соседка не перестаёт рожать[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плодовитость
? —
γεννοβόλημα
как на
(ново)греческом
будет слово
роды
? —
γεννοβόλημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεννοβόλημα
? — плодовитость, роды
#
(ново)греческий словарь
—
ομόδειπνος
—
νηφάλιος
—
βαθρακοταντανίζομαι
—
διαλευκαίνω
—
εξοφλητήριο
—
κοιτωνίσκος
—
λαβή
—
χτυπητός
—
δωδεκαδάκτυλος
—
ξεσυννεφιάζω
—
γκελεμπία
—
εργολήπτης
—
σφυροπέλεκυς
—
πυρίκαυστος
—
προώθηση
—
αζήτητος
—
κοντανάσασμα
—
αφιλόνικος
—
τσαλιμάκια
—
συμπτύσσω
—
ρομαντικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве